ανεξιλέωτος

ανεξιλέωτος
-η, -ο [εξιλεώνω]
αυτός που δεν εξιλεώνεται, δεν εξευμενίζεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανεξιλέωτος — η, ο αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξιλεώσει, να εξευμενίσει: Ο θεός ήταν ανεξιλέωτος για όσα είχαν κάνει στον ιερέα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεξίλαστος — ἀνεξίλαστος, ον [εξιλάσκομαι] ανεξιλέωτος, αυτός που δεν εξευμενίζεται …   Dictionary of Greek

  • αδυσώπητος — η, ο επίρρ. α ανεξιλέωτος, ασυγκίνητος, σκληρός: Μια αδυσώπητη μοίρα τον κατάτρεχε σ όλη του τη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεξευμένιστος — η, ο αυτός που δεν εξευμενίστηκε, ανεξιλέωτος: Ο θεός Απόλλωνας ήταν ακόμη ανεξευμένιστος, γι’ αυτό τους έριχνε συμφορές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”